- νευροψυχίατρος
- ο, ηγιατρός ειδικευμένος στη νευροψυχιατρική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropsychiatrist < νευρ(ο)-* + ψυχίατρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… … Dictionary of Greek
Κόρσακοφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Sergei Sergeievich Korsakov,Γκους Κρουστάλνι 1853 – Μόσχα 1900). Ρώσος νευροψυχίατρος, ιδρυτής της ψυχιατρικής σχολής της Μόσχας. Σπούδασε στη Μόσχα, αλλά και στη Βιέννη με τον Μέινερτ. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας… … Dictionary of Greek
Μπεχτέρεφ, Βλαντιμίρ Μιχαήλοβιτς — (Σοράλι, κοντά στη Βιάτκα 1857 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1927). Ρώσος νευροψυχίατρος και ψυχολόγος. Αφού ειδικεύτηκε στη νευροψυχιατρική, ύστερα από σπουδές στη Λειψία κοντά στον Βουντ και στο Παρίσι κοντά στον Σαρκό, επέστρεψε… … Dictionary of Greek